- περισσοδάκτυλος
- -η, -ο και περιττοδάκτυλος, -η, -ο / περισσοδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. περιττοδάκτυλος, -ον Ααυτός που έχει περισσότερα από τον κανονικό αριθμό δάκτυλα τού χεριού ή τού ποδιού («τοῑς ὄγκοις μεγάλαι καὶ περιττοδάκτυλοι», Γεωπ.)νεοελλ.(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα περισσοδάκτυλα και περιττοδάκτυλαζωολ. τάξη οπληφόρων φυτοφάγων θηλαστικών που χαρακτηρίζονται από περιττό αριθμό δακτύλων τουλάχιστον στα πίσω πόδια τους, τάξη που περιλαμβάνει 15 αρτίγονα ήδη κατανεμημένα σε τρεις οικογένειες, τα ιππόμορφα, τους ρινοκέρους και τους ταπίρους.[ΕΤΥΜΟΛ. περισσός / περιττός + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονο-δάκτυλος. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. perissodactyla.
Dictionary of Greek. 2013.